ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ 2015 ΟΜΙΛΟΥ ΞΗΡΟΛΙΒΑΔΟΥ

18 Δεκεμβρίου, 2014


Print
Δέντρα και Θάμνοι του Ξηρολιβάδου
(του ομότιμου καθηγητή γλωσσολογίας του ΑΠΘ κ. Μπουσμπούκη Αντώνη)

Όταν ήμασταν παιδιά και πρωτοβγαίναμε τα καλοκαίρια στο Ξηρολίβαδο, θυμά-μαι που, καβάλα στ’άλογα, εκεί στο Μπουγάζι, πιάναμε φύλλα οξυάς και τα ζουλίζα-με. Αυτό γινόταν σαν εισαγωγή στον κόσμο του δάσους με σκοπό να μας πιαστεί το βουνό, γιατί το βουνό είναι ζυμωμένο με τη ζωή των Βλάχων.
Τα δέντρα και οι θάμνοι του Ξηρολιβάδου και της ευρύτερης περιοχής-του έπαι-ζαν βασικό ρόλο στη ζωή και την οικονομία των κτηνοτρόφων και των υλοτόμων, αλλά και γενικά της βλάχικης οικογένειας.
Το δάσος ήταν και είναι από πολλές πλευρές πηγή ζωής αλλά κι έμπνευσης καλλι-τεχνικών δημιουργιών, όπως ζωγράφων, μουσουργών και ποιητών, και ανάμεσά-τους του Κώστα Κρυστάλλη από το Σιράκο. Το πονεμένο αυτό βλαχόπουλο έγραψε το ποίημα «Το ηλιοβασίλεμα», όπου εικόνα και ήχος συνθέτουν γύρω από τον γεροπεύ-κο ανεπανάληπτο σε πλούτο περιγραφής φυσιολατρικό σκηνικό:

«……………………………………………………
την πύρα του καλοκαιριού την σβήει γλυκό αγεράκι,
που κατεβάζουν τα βουνά, που φέρνουν τ’ακρογιάλια.
Ανάρια τα κλωνάρια του κουνάει ο γέρο-πεύκος,
και πίνει και ρουφάει δροσιά κι αχολογάει και τρίζει,
η βρύση η χορταρόστρωτη δροσίζει τα λουλούδια,
και μ’αλαφρό μουρμουρητό γλυκά τα νανουρίζει,
θολώνει πέρα η θάλασσα, τα ριζοβούνια ισκιώνουν,
τα ζάλογκα μαυρολογούν, σκύβουν τα φρύδια οι βράχοι,
κι οι κάμποι γύρου οι απλωτοί πράσινο πέλαο μοιάζουν.
………………………………………………………….»
Print
Kinṷ (Pinus silvestris) «πεύκο». Τα πεύκα καλύπτουν και το πεδινό μέρος του χωριού-μας. Την τοποθεσία τούτη ονομάζουμε Kinetṷ «Πευκώνας». Η λέξη κατάγε-ται από το λατινικό pinetum. Στα ιταλικά έχουμε τ’αντίστοιχα pineto και pineta. Στα βλάχικα-παρόμοια- το «δάσος με καστανιές» λέγεται câstânjetṷ, ενώ o «τόπος με παλιούρια» pâljuretṷ
Στη νότια άκρη του Kinetṷ έχουμε το τοπωνύμιο Kinlu alṷ Δispotḭ «Το Πεύκο του Δεσπότη». Είναι το μέρος, όπου ο Βλάχος στην καταγωγή μητροπολίτης Πολύ-καρπος φύτεψε προπολεμικά ένα πεύκο.
Παλιά τα κουκουνάρια (cuculičili) τα μαζεύαμε για προσάναμμα, ενώ από τον κορμό μεγάλων πεύκων βγάζαμε το δαδί (dzada). Τα ξερά κλαδιά του πεύκου (shitsili) τα χρησιμοποιούσαμε στο βράσιμο νερού σε καζάνια, καθώς παράγουν δυ-νατή φλόγα με τη γρήγορη καύση-τους.
Kinjilji vâzescu cîndu tradzi avimtu «Τα πεύκα βουϊζουν όταν φυσάει άνεμος».

Print
Mirinǧéu (Carpinus) «μαυρόγαυρος». Είναι είδος γάβρου με βαθιά πράσινα φύλλα και άσπρα λουλούδια. Ευδοκιμεί σε υψόμετρο πάνω από τα χίλια μέτρα.. Το Καρπενήσι, ως τοπωνύμιο, προέρχεται από τον μαυρόγαβρο, που παλιότερα λεγόταν carpinṷ, ενώ ο κοινός γάβρος ευδοκιμεί σε χαμηλά μέρη. Τον γάβρο τούτο τον συνα-ντάμε προς το κοκκινόχωμα (Tsara atseá Rosha) και τον λέμε γavru, ενώ στο Λεξικό του Νταλαμήτρα παραδίδεται ως carpinṷ.
Τα δυο τούτα είδη δασικών δέντρων παρέχουν με το φύλλωμά-τους καλή τροφή για τα γίδια.
Ο γάβρος και η οξυά με το πρώτο μπουμπούκιασμα φέρνουν το παρήγορο μήνυμα στα βουνά για τον ερχομό της άνοιξης: Πότε θ’ανοίξει ο γάβρος κ’η οξυά να ησκιώ-σουν τα λημέρια/να βγουν οι Βλάχοι στα βουνά…
Ο τύπος mirinǧeu και νεοελληνικά νεραντζιά προέρχεται από το τουρκικό nar-endj «πορτοκαλιά».
Mirindzei συναντάμε στο Μπουγάζι. Πολλούς μαυρόγαυρους βρίσκουμε στην Κουμαριά. Mirinǧéu βλέπει κανείς κοντά στο σπίτι της Αλεξάντρας Κουκουτέγου-Παπαδοπούλου.
Print
Gâbjéu (Crataegus monogyna) «κράταιγος». Το gâbjéu είναι θαμνόδεντρο με αραιά αγκάθια, μικρά φύλλα μ’εγκοπές και κόκκινους μικρούς καρπούς, που θυμί-ζουν τον γνωστό πυράκανθο.
Σε νεοελληνικά ιδιώματα λέγεται γλογκιά, μαμουτζελιά, μερμελιτσά, μουρτζιά και τρικουκκιά. Στα βλάχικα λέγεται και mâceshṷ. Στο Λεξικό του Νικολαϊδη μâτσέσου σημαίνει «άγρια μουσμουλιά».
Μουρτζιές, δηλαδή gâbjei, συναντάμε στις άκρες από την Πάδη (οροπέδιο) του Ξηρολιβάδου.
Τα άνθη-του μικρά, άσπρα κι ευωδιαστά καλύπτουν τα κλαδιά-του με την πληθω-ρική-τους παρουσία. Θεωρείται πως αρωματίζουν το τσάϊ όταν τα προσθέσουμε, κα-θώς βράζει.
Στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών οι τύποι: γκαβτζιά, γκαμπτζιά κτλπ από ιδιώματα του θεσσαλομακεδονικού χώρου θεωρούνται ως προερχόμενοι από το βλάχικο gâbjeu. Ωστόσο, η αρχική-του καταγωγή παραμένει προς διερεύνηση.
Print
Cornu (Cornus mascula) «κρανιά». Θάμνος ή και θαμνόδεντρο, που στην Ελλά-δα αναπτύσσεται σε όλες σχεδόν τις ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Στο Ξηρολίβα-δο απαντά μέσα στο χωριό, ενώ έξω ευδοκιμεί περισσότερο προς τ’ανατολικά (κα-τεύθυνση προς τη Βέροια), όπου έχουμε και το τοπωνύμιο La Cornjilj alṷ Karaγιάnnḭ «Στις Κρανιές του Καραγιάννη».
Ο καρπός λέγεται coarnâ και πληθυντικός coarni «κράνα». Όπως βλέπουμε η κρανιά (cornulṷ) στην επιστημονική-της ονομασία Cornus mascula «Κρανέα άρ-ρην/αρσενική» είναι θηλυκού γένους (αν και λήγει σε -us) στα λατινικά, ενώ ο καρ-πός-της (coarna) ως cornum είναι ουδέτερο. Το ίδιο ισχύει στα λατινικά και για όλα τα είδη δέντρων. Αντίθετα, στα βλάχικα έχουμε αρσενικό γένος για τα δέντρα και θη-λυκό για τον καρπό-τους: fagṷ «οξυά», fagâ «καρπός οξυάς», prunṷ «κορομηλιά», prunâ «κορόμηλο» κτλπ.
Va nâ tsemṷ trâ coarni «θα πάμε για κράνα» ακουγόταν παλιά από παρέες παι-διών και γυναικών, που τα μάζευαν όχι μόνο για να τα φάνε αλλά και για να κάνουν λικέρ.
Η πιο γερή βέργα της κλίτσας (cârliglui) και η πιο γερή φορτωτήρα (furtutira) γί-νεται από κρανιά.
Στα ιταλικά corneto σημαίνει «τόπος με κρανιές» και cornetto «μικρό κέρατο».
Σήμερα βελτιωμένη ποικιλία κρανιάς προβάλλεται ως δυναμική καλλιέργεια.
Print
Filuréau (Tilia) «φλαμουριά». Μέσα στο χωριό η παρουσία-της εντοπίζεται σε αυλές, όπου ρίχνει την παχιά σκιά-της κι ευωδιάζει με τα λουλούδια-της, που προ-σελκύουν το εργατικό μελισσολόι με τον συνεχούμενο βόμβο. Τον ίδιο μήνα, τον μή-να του Αϊ-Λιά, στη θέση Ξυλάλογο την αντικρίζουμε από μακριά, καθώς ξεχωρίζει ανάμεσα στις οξυές, με τα λευκάζοντα άνθη-της. Εκεί πηγαίναμε παλιά και μαζεύαμε τα λουλούδια-της για το χειμωνιάτικο τίλιο.
Στο Λεξικό της Αρωμουνικής του Τάκη Παπαχατζή υπάρχει μόνον ο τύπος tiljiu, όπου σχετίζεται με το ελληνικό τίλιο και το ιταλικό tiglio. Ωστόσο, το έχω εντοπίσει με τον τύπο teljṷ στα βλάχικα της ορεινής Καλαμπάκας. Πρόκειται για τύπο άμεσα προερχόμενο από το λατιν. tilium, όπου το /ĭ/, δηλ. ι βραχύ, τρέπεται κανονικά σε /e/.
Το μέλι της φλαμουριάς, κάπως πηχτό και σκούρο, είναι από τα πιο γευστικά και δυνατά του είδους-του.
Print
Vuju (Sambucus ebulus-Σαμβούκος ή χαμαιάκτη). Πρόκειται για τη γνωστή βουζιά, κουφοξυλιά ή και βρωμούσα. Η ονομασία κουφοξυλιά οφείλεται στην ψίχα, την εντεριώνη, που εμπεριέχουν τα κλαδιά-της. Είναι μαλακή και αφαιρείται εύκολα, γιαυτό και τη λένε και αφροξυλιά. Το άλλο χαρακτηριστικό της βουζιάς, η δυσάρεστη μυρωδιά, της έδωσε τ’όνομα βρωμούσα.
Το βλάχικο vuju ή vuje (θηλ.) και το ελλην. βουζιά, προέρχονται από το βουλγα-ρικό bozŭ ή buzŭ. Από το λατιν. sabucus (sic) έχουμε στα βλάχικα και το συνώνυμο săucṷ.
Στο Ξηρολίβαδο η βουζιά απαντά σε αυλές ως θάμνος ή και δέντρο. Βούζια-θάμνοι υπήρχαν παλιά εκεί που τώρα είναι το σπίτι του Αντώνη Φουρκιώτη. Φύτρω-ναν τόσο πυκνά και σε μεγάλη έκταση που έμοιαζαν με φυτώριο.
Η βουζιά λέγεται πως ήταν ο πρώτος θύρσος (τελετουργικό εξάρτημα-ραβδί) των θιάσων του θεού Διόνυσου. Στη θρησκευτική τούτη χρήση συνέβαλε-πολύ πιθανόν- το κούφιο εσωτερικά κλαδί ως σύμβολο διαύλου/επικοινωνίας με τον θεϊκό χώρο.
Τα άνθη-της γίνονται ευχάριστο τσάϊ, ενώ βελτιώνουν την επιδερμίδα των γυναι-κών, όταν χρησιμοποιούνται στη μπανιέρα.
Print
Fagṷ (Fagus moesiaca) «οξυά» και fagâ ο «καρπός/βαλάνι». Οι οξυές και τα πεύκα σχηματίζουν την πράσινη κορνίζα του Ξηρολιβάδου. Οι οξυές πιάνουν-κατά τη φύση τους-την ανήλια και τα πεύκα την προσήλια πλευρά-της. Με τα φύλλα-τους δημιουργούν μαύρο γόνιμο χώμα, ενώ με τις ρίζες-τους συγκρατούν, φιλτράρουν και παρέχουν το πιο καλό νερό απ’όλα τα δασικά δέντρα.
Η μοναχική οξυά (μοναχοοξυά) έχει γραφικό σχήμα, μοιάζει συχνά με εικόνα ζω-γραφιάς, ενώ η σκιά-της είναι το πιο δροσερό καταφύγιο στην καλοκαιρινή κάψα. Γι-αυτό ο λαός την ονομάζει γραμμένη οξυά και στα βλάχικα fagṷ scriatṷ/scriptu, δηλ. «οξυά ζωγραφισμένη» και την αποδίδει και σε τοπωνύμια. Στο Ξηρολίβαδο έχουμε δυο τοπωνύμια με το fagṷ: La Faglu atselṷ Grosṷ, «Στη Χοντρή Οξυά», και La Faglu atselṷ Galbinṷ, «Στην Κίτρινη Οξυά».
Παλιά τα μανάρια και τα μοσχάρια οι Ξηρολιβαδιώτες τα τάιζαν με κλαδιά οξυάς, που, απογυμνωμένα από το φύλλωμα και ξερά, τα λέγανε clâsturḭ και τα καίγανε οι παρέες στις βραδινές φωτιές.
Αυγουστος
Prunṷ (Prunus insititia) «κορομηλιά, τζερνικιά». Η λέξη prunṷ εκφράζει και τα δυο είδη κορομηλιάς, άγριας και ήμερης. Στο Ξηρολίβαδο υπάρχουν και τα δυο εί-δη με κυρίαρχο τύπο την άγρια κορομηλιά.
Την συναντάμε τόσο στο πεδινό μέρος όσο και σε γούπατους (κοιλώματα γης, βα-θουλώματα), πάνω στα υψώματα. Το οπωροφόρο τούτο άγριο δέντρο αναπτύσσεται άνετα και αποκτάει μια κονδυλογραμμένη μεγάλη φυτική φούντα, που λες και την κλάδεψε επιδέξιο χέρι. Στην παχιά κι ευρύχωρη σκιά-της βρίσκουν καταφύγιο τις ζε-στές ημέρες τα πρόβατα, καθώς είναι τέλειος στάλος (aimiridzṷ).
Η λέξη prunṷ και σε νεοελλ. ιδιώματα προυνιά είναι αντιδάνειο, καθώς ανάγονται στο λατινικό prunus, που με τη σειρά-του προέρχεται από το ελλην. προύμνη.
Οι λέξεις προυνιά και προύνα σε νεοελλην. ιδιώματα σημαίνει κυρίως «δαμασκη-νιά» και «δαμάσκηνα». Η άγρια δαμασκηνιά, η τσαπουρνιά, στα βλάχικα λέγεται tsa-purnu και ο καρπός-της tsapurnâ. Τσαπουρνιές (tsapurnji) συναντάμε στο δρόμο του Βρωμοπήγαδου.
Maketa4
Gortsu (Pirus pyraster) «άγρια αχλαδιά, γκορτσιά». Στις αυλές του Ξηρολιβά-δου παλιότερα αντικρίζαμε γκορτσιές ελαφρώς βελτιωμένες. Ξεχώριζαν εκείνες στην αυλή του Κόλα Μπαζάκα, του Κουτρούλα και του Μπουσμπούκη.
Άγριες γκορτσιές συναντάμε κατεξοχή στο Βρωμοπήγαδο. Οι μικροί σφαιρικοί-τους καρποί, όταν ωριμάζουν, έχουν καφετιά απόχρωση με σάρκα σαν πετιμέζι.
Ο λαός ονομάζει τ’άγρια ως γκόρτσα, τα κανονικά ως αχλάδια και τα μεγάλα ως απίδια.
Στα Καγκέλια το τοπωνύμιο La Gortsu Čireshu «Στην Γκορτσο-Κερασιά» δεν ξέ-ρουμε πως προέκυψε.
Τα gortsu, γκορτσιά σχετίζονται ετυμολογικά με το βουλγάρικο gόrečŭ «ορει-νός», καθώς πρόκειται για άγριο δέντρο.
Στα βλάχικα perṷ σημαίνει «αχλαδιά» και «αχλάδι». Τον λατινογενή αυτόν τύπο σημειώνει ο Dalametra, όπου διαβάζουμε: Coada perlu u-ari dinâpoi «πίσω την έχει η αχλάδα την ουρά». Το pirus της λατιν. έδωσε στα ιταλικά τον τύπο pero «αχλαδιά» και pera «αχλάδι», peară «αχλάδι» στα βλάχικα της Καλαμπάκας.
Maketa4
Cupačiu (Quercus) «βελανιδιά, δρυς». Το δέντρο τούτο έτρεφε παλιότερα τους ανθρώπους, που έτρωγαν το ήμερο βαλάνι. Μέχρι και σήμερα η ανάμνηση της διαι-τολογικής-του χρήσης διατηρείται στις λέξεις φαϊ/φαγητό, έφαγα, καθώς στ’αρχαία ελληνικά φηγός και δωρικά φαγός σημαίνει «βελανιδιά». Έτσι, το βελανίδι έθρεψε για περισσότερο χρόνο τον άνθρωπο απ’ότι το σιτάρι, που άρχισε να καλλιεργείται την 9η π.Χ. χιλιετία. Από τον σίτο έχουμε τα: συσ-σίτιο, παράσιτο, ασιτία κτλπ. Στους κλασικούς χρόνους (5ος π.Χ. αιώνας) ο Ηρόδοτος αναφέρει τους Αρκάδες και τους Ακαρνάνες ως άνδρες βαλανοφάγους.
Το cupačiu/βελανιδιά είναι-πιστεύω- το πιο οικολογικό δασικό δέντρο, καθώς από το φύλλωμα και τους καρπούς-του ζούνε αγριόχοιροι, αρκούδες, λαγοί, σκίουροι κ.ά. Είναι το αντίθετο του πεύκου και του έλατου, που τα δάση-τους θεωρούνται ως πρά-σινη «έρημος».
Η φηγός/φαγός «βελανιδιά, δρυς» θεωρούνταν δέντρο προφητικό στο μαντείο της Δωδώνης και σύμβολο του Διός.
Η λέξη cupačiu σχετίζεται-δεν κατάγεται-με το αλβανικό kopaҫe «κορμός δέ-ντρου».
Τα cupaci τα συναντάμε στο Κοκκινόχωμα.
Print
Griushṷ (Phillyrea media) «φιλυρέα η μεσαία, ελαιόπρινος». Δασικό αειθαλές δέντρο. Ευδοκιμεί σε πετρωτά. Έχει φύλλα μικρά σαν της ελιάς, με την οποία ανή-κουν στην τάξη των Ελαιωδών.
Το ξύλο-του βαρύ (gréu). Από το gréu «βαρύς», έχουμε το υποκοριστικό greushṷ (greu και -ushṷ). Ετυμολογικά σημαίνει «κάπως βαρύ». Griushṷ, όπως λέμε čiučiurushṷ «ποδαράκι» και τα όμοια.
Το ξύλο-του, σκληρό και αντοχής, χρησίμευε στην κατασκευή σαμαριών.
Το γκρεουσάδι μαζί με το πουρνάρι θεωρούνται τα καλύτερα καυσόξυλα, καθώς παράγουν σταθερή θερμότητα και η καύση-τους διαρκεί περισσότερο από όσο καίνε τ’άλλα καυσόξυλα.
Η βλαχογενής αυτή λέξη απαντά σε νεοελληνικά ιδιώματα της Θεσσαλο-Μακεδονίας ως γκρεούσι, γκρεουσάδι, γκρεουσιά και γκρεουσάρι.
Griushi συναντάμε στο Κοκκινόχωμα, ανάμεσα σε πουρνάρια, και στο Βρωμοπή-γαδο, καθώς και κάτω από τα Μαντριά του Πάπαρη.
Print
Bradṷ (Abies) «έλατος». Το έλατο δεν ευδοκιμεί στον ευρύτερο χώρο του Ξη-ρολιβάδου. Ωστόσο, σήμερα είναι το κυρίαρχο δασικό δέντρο, που καλλωπίζει τις αυλές πολλών σπιτιών-του. Το πρώτο έλατο που φυτεύτηκε, απ’ό,τι θυμάμαι, αλλά και το πιο θεριακωμένο είναι αυτό που δεσπόζει στην αυλή του αείμνηστου Τάκη Δημούλα (Μάρτου).
Το έλατο που τα Χριστούγεννα και την πρωτοχρονιά στολίζει τα σαλόνια των σπι-τιών, ως έθιμο, καθιερώθηκε στα νεότερα χρόνια στο χώρο της νεοελληνικής εθιμο-γραφίας.
Οι Ρουμάνοι στους γάμους πλέκουν στεφάνια από έλατο, που το λένε και αυτοί brad, ενώ οι Αλβανοί το προφέρουν breth. Η λέξη ανάγεται-πιθανόv-στο λατινικό bratus «δέντρο όμοιο με το κυπαρίσσι».
Στα Ζαγόρια έχουμε το χωριό Βραδέτο, που ανάγεται στο βλάχικο brădetṷ «δάσος μ’έλατα».

Comments are closed.

Το παρόν συγχρηματοδοτείται κατά 75% από το ΕΓΤΠΕ